Θέλω να δω τ' αστέρια μες το φως
Και τον ήλιο στο σκοτάδι
Θέλω να πετάξω απ' τον γκρεμό
Και να πιαστώ απ' το κλωνάρι
Βάναυσα αστεία κρυφές φαντασιώσεις
Και που περίμενα το μυαλό μου να μειώσει
Μα η ευχαρίστηση της πλατωνικής κενότητας σου
Λυγίζει τη καρδιά μου μέχρι να ενδώσει
Δε πιστεύω πλέον σε πρίγκιπες και όμορφα παλάτια
Μα πιστεύω σε δράκοντες και σκοτεινά μονοπάτια
Οι πληγές είναι ακόμα ανοιχτές
Μα δε παλεύονται με την υλιστική ομορφιά
Με απομακρύνουν από κάθε τι όμορφο και απλό
Και γίνομαι ολοένα και πιο κυνική και ανήθικη
Σαν αράχνη παλεύω να ξεφύγω, να βρω το δρόμο προς τον ιστό μου
Μα το γυάλινο τείχος μ’ έχει εγκλωβίσει
Σ’ ένα ματαιόδοξο αδιέξοδο
Πολέμησα τους λύκους και τις ύαινες
Αλλά το πρόσωπο του προβάτου γδάρθηκε άσχημα
Και με ματωμένη τη σάρκα σέρνεται
Να βρει το δικό του κομμάτι γαλήνιας γης
Όσο κι’ αν ψάχνει κανείς, τόσο δε βρίσκει
Όσο πράττει για υλισμό αντί για πνεύμα τόσο πιο πολύ ξεθωριάζει
Η απώλεια μνήμης…το πιο αδαής δώρο δε δίνεται
Κι’ αντί γι’ αυτό όλο με αισχρότητες γεμίζει ο νους
Αποβλακώνεται και ουρλιάζει
Μα μες την καταιγίδα κανείς δε κοιτάζει πίσω
Μόνο τα βήματα που έπονται για να ευημερήσεις
Στου Διαβόλου το «δώρο»
Και μ’ ανοιχτή καρδιά
Πάντα θα σε καρφώνει ο πόνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου