Κρύωσες;
Εγώ ξεπάγιασα.
Και σου πα να φέρεις μια κουβέρτα.
Αλλά έμενα ποτέ δε με ακούς.
Έλα τώρα, μη θυμώνεις.
Είναι που σε νοιάζομαι.
Τράβα πιο κει, θα σου κάνω παρέα.
Ξέρεις κάποτε ονειρευόμουν να ταξιδέψω σε μια όαση. Μακρινή.
Πάντα η εικόνα της έμοιαζε τόσο ουτοπική, τόσο γαλήνια.
Τι είπες;;; Αφελής;
Χμμμ, ναι ίσως και να έχεις δίκαιο.
Πάνε τα όνειρα μας. Τα αφήνουμε να κυλούν στο βούρκο.
Πάλι πεινάς;
Μαααα, χθες φάγαμε.
Τι να σου κάνω κακομοίρη μου.
Είναι και η πείνα ανθρώπινο κατασκεύασμα.
Και γιατί σε παρακαλώ δε το καταλαβαίνεις αυτό;
Είναι όλα μέρος του μυαλού.
Όσο το εκπαιδεύεις να μην πεινάει, δε θα πεινάει.
Το ίδιο είναι και η αγάπη.
Όταν πεις στο μυαλό σου, πάψε ν' αγαπάς, θα πάψει.
Χαχαχαχα, σίγα μωρέ την δύναμη που έχει η καρδιά.
Ένα όργανο είναι και αυτό.
Ντάξει δε λέω, αλλά το εκπαιδεύεις κι' αυτό.
Σου' πα. Όλα είναι θέμα εκπαίδευσης.
Να πάλι έπεσε ένα αστέρι.
Κάτσε να κάνω μια ευχή.
Λες να πραγματοποιηθεί;
Ήρθε σπίτι εκείνη την ημέρα.
Έκανε ψοφόκρυο έξω. Μέσα είχε ζέστη ακόμα.
Η μαμά μαγείρευε βραστό ρόστο.
Τέσσερις μήνες πέρασαν για να φάμε τόσο πλούσιο φαΐ.Και κρέας.
Θυμάμαι σα παιδάκι, ο παππούς μας έφερνε κατσικάκι απ' τη χώρα κάθε Χριστούγεννα. Μετά που έφυγε ο παππούς, πέρασαν 2 χρόνια μέχρι να καταφέρουμε να αγοράσουμε κρέας.
Ο πατέρας πεινούσε σα λύκος.
Στη δουλειά γινόταν χαμός έλεγε.
Όλοι γιατροί κομπογιανήτες πια.
Κανένας δε δούλευε για να βοηθήσει πραγματικά.
Όλοι για ένα κομμάτι ψωμί δουλεύαν.
Ο Σεμπάστιαν έκατσε στη παλιά πολυθρόνα του παππού και κάπνιζε.
Έκανε μήνες να μας επισκεφθεί και ο πατέρας ήθελε να φάει καλά.
Τι όμορφα που ήταν εκείνο το βράδυ.
Γίναμε οικογένεια και πάλι.
Τι έπαθες τώρα; Τι σε έπιασε, ντε;;
Τώρα να σε πάρω αγκαλιά.
Αργήσαμε, ξημερώνει πάλι.
Θα μας κηνυγάει ο μπόγιας πάλι.
Λες και είμαστε και εμείς ζώα, σαν κι' αυτούς.
Κι' εγώ νιώθω πιο ζεστά.
Λες να φύγουμε;
Μπορεί να βρούμε φαγητό κοντά στο φούρναρη.
Είναι καλός άνθρωπος αυτός.
Δε μας κλωτσάει.
Για δες.
Τι όμορφη που είναι η αυγή...
(to be continued...)