He was despised and rejected by men; a man of sorrows, and acquainted with grief; and as one from whom men hide their faces he was despised, and we esteemed him not. He was oppressed, and he was afflicted, yet he opened not his mouth; like a lamb that is led to the slaughter, and like a sheep that before its shearers is dumb. Surely he has borne our griefs and carried our sorrows; yet we esteemed him stricken, smitten by God, and afflicted. But he was wounded for our transgressions, he was bruised for our iniquities; upon him was the chastisement that made us whole, and with his stripes we are healed, and born again!
Σάββατο 26 Απριλίου 2008
Δευτέρα 21 Απριλίου 2008
«Παραμονές ήλιου»
Σάββατο 19 Απριλίου 2008
Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ
Απόσπασμα από το βιβλίο του Στρατή Μυριβήλη
“Προχώρεσα ως την άκρη του χαρακώματος του λόχου μας. Ως την έβγαση των συρματοπλεγμάτων. Εκεί είναι μια μυστική πόρτα που σφαλνά μ’ ένα αδράχτι οπλισμένο με αγκαθωτά τέλια. Επειδή το μέρος είναι ένα νταμάρι όλο πέτρα και δε σκάβεται, σήκωσαν ένα προκάλυμμα με γεώσακους. ’Ετσι λένε κάτι σακιά γεμάτα με χώμα που μ’ αυτά οχυρώνουν τα πετρώδικα χαρακώματα. Τα τσουβάλια αυτά κείτουντ’ εδώ χρόνον - καιρό έτσι. Θα φάγαν υγρασίες, βροχάδες, χιόνια και ήλιους. ’Ηρθαν και σάπισαν από νερά, ο ήλιος τα τσουρούφλισε και τα ’καψε. Τραβώ το δάχτυλό μου πάνω τους. Λιώνει η λινάτσα. Σαν τα ξεθαμμένα ρούχα των πεθαμένων που ξεφτάνε, σταχτωμένα, με το πρώτο άγγιγμα. Είναι τσουβαλάκια φουσκωμένα κάργα, όπως τα πρωτογέμισαν. Αλλά πάλι κρεμάζουν σαχλά, μισοαδειανά. Κάτου από το δυνατό φεγγάρι μοιάζουν με ψοφίμια σκυλιών, άλλα πρισμένα κι άλλα ξαντεριασμένα, σωριασμένα τόνα πάνου στ’ άλλο.
Από δω το θέαμα θα ’ναι πιο όμορφο. Τώρα το κρυμμένο ποτάμι ακούγεται καλύτερα όπως φωνάζει μακριά, μες από τη βαθιά κοίτη του. Θέλω να βγάλω το κεφάλι ψηλά από το προπέτασμα, να ιδώ πέρα. Αν μπορούσα μάλιστα θα καβαλίκευα το χαράκωμα. Ακουμπώ το μπαστούνι στο τοίχωμα, σηκώνουμαι στη μύτη της αρβύλας του γερού μου ποδιού και γαντζώνω τα δάχτυλα στους γεώσακους που ’ναι πάνω - πάνω. ’Ενας απ’ αυτούς λιώνει με μιας κι αδειάζει τον άμμο του πάνω μου. Λοιπόν τότες έγινε μιαν αποκάλυψη! Μόλις ξεφούσκωσε αυτό το σακί, χαμήλωσε η καμπούρα του και ξεσκέπασε στα μάτια μου μια μικρήν ευτυχία. Αχ, μου ’καμε τόσο καλό στην ψυχή, λίγο ακόμα και θα πατούσα μια τσιριξιά χαράς.
’Ηταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. ’Ενα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που ’ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ’ άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα.
Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα ’βλεπε πως ήταν άλικη, μ’ έναν μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση. Είναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη. Το τσουνί* του είναι ντούρο και χνουδάτο. ’Εχει κι ένα κόμπο που δεν άνοιξε ακόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτά μέσα στην πράσινη φασκιά του και περιμένει την ώρα του. Μα δεν θ’ αργήσει ν’ ανοίξει κι αυτός. Και θα ’ναι δυο λουλούδια τότες! Δυο λουλούδια μέσα στο περιβόλι του Θανάτου. Αιστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικά ως τα κατάβαθα της ψυχής.
Ακουμπώ πάνω στο προπέτασμα σαν να κουράστηκα ξαφνικά πολύ.
Από μέσα μου αναβρύζουν δάκρυα απολυτρωτικά. Στέκουμαι έτσι πολλήν ώρα, με το κεφάλι όλο χώματα, ακουμπισμένο στα σαπισμένα σακιά. Με δυο δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, αγγίζω την παπαρούνα. Ξαφνικά με γεμίζει μια έγνια, μια ζωηρή ανησυχία πως κάτι μπορεί να πάθει τούτο το λουλούδι, που μ’ αυτό μου αποκαλύφθηκε απόψε ο Θεός. Παίρνω τότες στη ράχη ένα γερό τσουβάλι (δαγκάνω τα χείλια από την ξαφνική σουβλιά του ποδιού), και τ’ ακουμπώ με προφύλαξη μπροστά στο λουλούδι. ’Ετσι λέω θα ’ναι πάλι κρυμμένο για όλους τους άλλους. Χαμογελώ πονηρά. Κατόπι σηκώνουμαι ξανά στα νύχια κι απλώνω το μπράτσο έξω. Ναι. Το άγγισα λοιπόν πάλι! Τρεμουλιάζω από ευτυχία. Νιώθω τα τρυφερά πέταλα στις ρώγες των δαχτύλων. Είναι μια ανεπάντεχη χαρά της αφής. Μέσα στο χέρι μου μυρμιδίζει μια γλυκιά ανατριχίλα. Ανεβαίνει ως τη ράχη. Είναι σαν να πεταλουδίζουν πάνω στην επιδερμίδα τα ματόκλαδα μιας αγαπημένης γυναίκας. Φίλησα τις ρώγες των δαχτύλων μου. Είπα σιγά σιγά:
-Καληνύχτα… καληνύχτα και να ’σαι βλογημένη.
Γύρισα γρήγορα στ’ αμπρί. Ας μπορούσα να κάμω μια μεγάλη φωταψία… Να κρεμάσω παντού σημαίες και στεφάνια! ’Αναψα στο λυχνάρι τέσσερα φιτίλια και τώρα πασχίζω να τη χωρέσω εδώ μέσα, μέσα σε μια τόσο μικρή γούβα, μια τόσο μεγάλη χαρά. Η ψυχή μου χορεύει σαν μεγάλη πεταλούδα. Χαμογελώ ξαπλωμένος ανάσκελα. Κάτι τραγουδάει μέσα μου. Τ’ αφουγκράζομαι. Είναι ένα παιδιάτικο τραγούδι:
Φεγγαράκι μου λαμπρό….”
Παρασκευή 18 Απριλίου 2008
some rgoughts of mine
No morrow for thee
In the spring thou shall flee
In the land of emeralds your star was hatched
But soon demolished by the greedy pleebes.
Hast thou got the strength to lead on
For time and nature
Are in the constant battle of the fiends
Thou hast promised thy heart long ago
On the day of the universe
And to engulf your soul in the dark pathway
Will be the most menacing task
But thou hast to hold hard
To rise above the stars.
--------------------------------------------------
Αν μπορούσα να κρατήσω τον ουρανό που σ'αγκαλίαζει θα το έκανα.
Αφού όμως χλευάζεις τον δικό μου και τον απορρίπτεις συνεχώς,
Τότε δεν αξίζει να υπάρχουν μαύρες νεφέλες στον ουρανό μου για σένα.
-------------------------------------------------------------------------
Grounded in a seedless land
Trapped under this eternal stormy wave
Trying always to grasp the edge of a cliff
Unable to hold on this burning ferry
Who could imagine that in my golden years
I would be so rusty
And whilst everyone sees the dullness of me
I always try to prevent them from observing just my surface
Growing in the gutter like an purposeless plant
Being stepped upon always for being generous to offer its beauty
Thus always sad for being ignored.
-----------------------------------------------------------------
Οι πιο συναρπαστικές στιγμές της ζωή μας
Γεννιούνται μέσα απο την ανία
-------------------------------------------------------------
Psychedellic music is pure noise. R'n'B is a little less noisy.
And I cannot dance to something that has no melody and rhythm in it.
Dance is an impulse, an expression of feeling!
=====================================================
In the spring thou shall flee
In the land of emeralds your star was hatched
But soon demolished by the greedy pleebes.
Hast thou got the strength to lead on
For time and nature
Are in the constant battle of the fiends
Thou hast promised thy heart long ago
On the day of the universe
And to engulf your soul in the dark pathway
Will be the most menacing task
But thou hast to hold hard
To rise above the stars.
--------------------------------------------------
Αν μπορούσα να κρατήσω τον ουρανό που σ'αγκαλίαζει θα το έκανα.
Αφού όμως χλευάζεις τον δικό μου και τον απορρίπτεις συνεχώς,
Τότε δεν αξίζει να υπάρχουν μαύρες νεφέλες στον ουρανό μου για σένα.
-------------------------------------------------------------------------
Grounded in a seedless land
Trapped under this eternal stormy wave
Trying always to grasp the edge of a cliff
Unable to hold on this burning ferry
Who could imagine that in my golden years
I would be so rusty
And whilst everyone sees the dullness of me
I always try to prevent them from observing just my surface
Growing in the gutter like an purposeless plant
Being stepped upon always for being generous to offer its beauty
Thus always sad for being ignored.
-----------------------------------------------------------------
Οι πιο συναρπαστικές στιγμές της ζωή μας
Γεννιούνται μέσα απο την ανία
-------------------------------------------------------------
Psychedellic music is pure noise. R'n'B is a little less noisy.
And I cannot dance to something that has no melody and rhythm in it.
Dance is an impulse, an expression of feeling!
=====================================================
Πέμπτη 17 Απριλίου 2008
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)