Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

Ελεύθερα Δάκρυα


Στάχτη τα δάκρυα
Μόνα τους κλεισμένα
Μαρασμένα κάπου στο σκότος
Πέφτουν σαν νεκροδάφνες ορφανές

Αθετημένες υποσχέσεις ρέουν στο κενό
Αφουγκράζονται τον ανθρώπινο εγωισμό
Διστάζουν να ξυπνήσουν για μας
Μένουν μόνες και μικρές

Πόσες μάχες δίνει η ψυχή
Πόσα όρη και πόσες άπλεις ν' ανεβεί
Γρατζουνισμένη, εύθραυστη, μικρή
Βλέπει τα δάκρυα της ν' αγριεύουν στην σιωπή

Και η αγάπη πλέον ζωφερή
Σαν ένα όνειρο ενός σουρεαλιστή
Στη παλάμη να μη δίνει μια ευχή
Στα σ' αγαπώ να μη δίνει οργή

Δάκρυα μικρά, δάκρυα δειλά
Παρασύρουν τον σκουριασμένο σπαραγμό
Το άτυχο νιάτο σέρνουν στην άβυσσο
Στάχτες γέμισε η μαύρη του κάμαρα



Damien Rice - Accidental Babies

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Της Άρνης το Νερό


Αμνησία δεν έρχεσαι...γιατι;
Να πάρεις τα κοράλια του μυαλού μου μακριά
Δε τολμώ να ξαναπώ τις δυο λέξεις...
Με μάθαν οι άλλοι να τις φοβάμαι
Να μην τις πιστεύω και να της αποθώ
Αμνησία μου γλυκιά έλα να με πάρεις...
Φρόντισε να σκεπάσεις με σκοτάδι τις σκέψεις μου
Να πλέξεις ιστό από ατσάλι για να μη βγουν ποτέ
Αφού πλέον μόνο πόνο με γεμίζουν
Αμνησία μου, καλή μου βροντομάνα...
Γιατί να μη μου χαρίσεις συντροφιά
Θα απλώσεις το αόρατο φιλανθρωπικό σου χάδι
Να σκοτεινιάσουν οι στιγμές μου
Να πέσουν στο κενό οι ματαιότητες μου
Να ελευθερωθώ από τα ανθρώπινα όνειρα μου.
Μα γιατί καλή μου Άρνη, δε μου δίνεις το πιοτό σου;

Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

A Leap of Faith




So a friend of mine was in a pickle with her man and wrote this letter to his elder sister, explaining her reasons for still sticking around, when she really wanted out of the sort-of-relationship they had. This letter is so sweet, she let me exhibit it, to show the importance that love plays in two people's lives:

A co-blogger this morning told me very briefly that what I should have the ‘talk’ with the object of my affection and talk things through.
I know where the object of my affection lies.
He can only give me so much. A casual-open-whenever-it-suits-him-relationship with no guarantees or promises.
This was not what I bargained for. And although when we’re together I feel his love towards me as a person, I do not yearn for just that.
I need something deeper, a more profound connection. He does not want to have a more profound connection. Not with me, at least.
I wish he didn’t only see me as a machine. I say machine, because he takes so many of my actions for granted, he forgets that I am a person too with feelings and weaknesses, and that at any given moment I might stop existing from his life.
I’d want him to care if I’d stop existing. I’d want him to seek for me. But he won’t.
So I either shut up, for the good of “the friendship” and keep whatever this is between us and I remain patient and oblivious to all his indifference and meanness or I cut ties with a razor-blade, never speak to him again, never see him again and move on.
The thing is this: I am a believer still. Not that he will change in any way, but that he will perhaps one day understand all the harm that he is committing against me.
He can be a wonderful man. He just stopped trusting and believing that someone can actually love him and care for him as one deserves in life.
He stopped believing in goodness. Your brother is a very hurt human being. And perhaps that is one of the main reasons, I cannot give up on him, or us, just yet.
He says that I can’t fix everything and some things are what they are. It’s not about fixing things or someone. It’s about offering love, hope, comfort, help when you see there’s need for it. Whether it helps or not that’s his call.
In a weird way I know he loves me, more that he will ever claim to admit. But ‘cause of the pain he carries, he defuses love and seeks for something more practical, in this case occasional pleasures of the flesh and occasional social get-togethers.
He claims the need for a more solitary life, away from people and society in general. That, I believe, it’s his fear of actually trying to form a communication with society.
I am not a society supporter myself, but to not have lived outside society’s norms, cannot possibly give you the emotional or psychological strength to withstand society’s pain. And as he has not ever lived outside his cocoon, he chooses to believe that his only sanctuary is his distance from human beings altogether.
I believe in light. Always have, always will. When I first met your brother, I saw light. A glow so bright that made me want to explore.
Then he showed me a carnal pleasure. Pleasures of the flesh are dark and insidious. They can be tricky and offer a sweet surrender, an illusion. For a while. Then they start to fade. And as the light dims on these pleasures, you start to realize how much into darkness you have been.
I am not saying that physical connection is something bad or something evil. Just that, they do not offer light in a person’s life.
Love does, though.
So, for however long I still have patience in me I will keep this charade with your brother.
I know that in this way I’m only corrupting my own psyche (soul), but this soul of mine loves him.
For what he is, for however he is. Unfortunately, he came to my life and now I bear a part of his pain as well.
Do not think me stupid, or do not say I am only doing it cause I might be more emotionally connected with him. Or because he was my first.
I am staying because I still have to. And where I still can give, I will. Even though the appreciation is not returned to me as it should for all that I give, I will keep on giving.
Because I believe in his light, still!

I believe that this light she's talking about exists in all of us. Good or bad, holy or evil, bright or dark. We all have it. Whether we choose to accept this light from another human being is clearly an individual act. An act of faith. A leap of faith. Whether we are strong enough to grasp the hand of someone else and say, I will walk with you, in good and evil...that is the true challenge of life!

Σήμερα...σε μισώ



Σήμερα σε μισώ λιγότερο...
Αλλά σε απεχθάνομαι που υπάρχεις μέσα μου
Χθες για μια στιγμή ένιωσα την αγάπη σου
Μετά ζαλίστηκα και έπεσα σε μαύρο λήθαργο
Σήμερα σε μισώ ακόμη...
Για όλα όσα δε μπορώ να σου πω
Που νιώθω ενοχές για την αγάπη μου
Που με καταστρέφω για να είσαι εσύ καλά
Σήμερα σε μισώ περισσότερο...
Γιατί δε μπορώ να σου βάλω τέλος
Που δε μπορώ να σε σταματήσω για να ζήσω
Γιατί υπάρχεις μέσα μου ακόμη
Σήμερα σε μισώ λιγότερο...

Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

The Innocent One



Round it spins and off it flies
Wide and high it leaps the skies
The bird now sleeps in Harper lies
Forevermore its sorrow dies

Round again its heart that bled
Believing in the lion’s crest
Bargaining its life in shred
Forevermore he would always regret

Round again the lust the bird misled
Loot and treasures to spoil the life of a hen
Blowing its morals in pleasure’s bed
Forevermore it became morose for death!

Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Words...



Words…
Thy impudence needs murdering
Thy impertinence needs a dagger acquaintance
Thy arrogant glow needs to be stabbed to red

Words…
So foolishly you extol thy selves
So bitterly you dance upon my wounds
So feverishly you glaze in my cold

Words…
Be gone you murdering ministers of love
No wounded heart of mine craves for your false sympathies
No time have I for thee and thy juvenile gamesters

Words…
You have dressed in grey’s false fashion
Thou blundering mascots of pain and suffering
In this whitened solitude of mine, away with you I bid

Words…
In thy innocence you slain poor creatures
Bellowing thy false realities and cruel desires
Demanding a lot out of nothing

Words…

Murdering words…go away…away…away

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

Λόγια






Λόγια..
Δε σας θέλω, να φύγετε
Να πάτε στην άβυσσο, να χαθείτε
Να κρυφτείτε στα άδυτα μονοπάτια
Να μη κοιτάτε το πρόσωπο μου γλυκά
Να μη χορεύεται αυθόρμητα πάνω στις πληγές μου

Λόγια..
Παραστάτες του αέρα
Που έρχεστε και φεύγετε σαν κλέφτες
Τρυπάτε τα τείχη που με αίμα ύψωσα
Σφυρηλατώντας τις πραγματικές σας έννοιες

Λόγια..
Να σας καρφώσω με του θυμού το στιλέτο
Να πλυμμυρίσει η ευφορία σας με πίσσα μαύρη
Να φανερωθεί το σκοτάδι σας
Για να μη με ξεγελά το επιφανειακό φως σας


Λόγια..
Ασταθής κι αυθόρμητα
Δε σας θέλω, να πορευθείτε για αλλού
Φυγέτε από μένα!,
Μες τη μοναξιά και την ησυχία μου

Λόγια..
Τρυφερά και ψεύτικα
Δε σας πιστεύω πια
Δεν έχω δύναμη να σας δώσω
Ούτε μια ουτοπική συνέχεια

Λόγια..

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Για εκείνην...

Μοιχαλίδα αγάπη που σε ξόρκια ακρωτιριάζεσαι
Φωναχτές πληγές των καπιταλιστικών δοντιών που επωμίζονται
Άσχετες ευθύνες φίλων και πεζών
Να επαναφέρουν μνήμες μαγικών πορνιδίων

Λόγια άστοχα, όνειρα σφαγμένα
Στέλνοντας ανούσια μηνύματα, και σαπισμένα
Φοβέρες μιας χαμένης ιερόδουλης ψυχής
Να φέγγουν στα ηφαιστειώδες σκοτάδια της κωμικής ζωής..

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Λεμονανθός






Εκεί τριγύρω ψυθιρίσματα ακούς

Στολισμένο με του πατέρα Ήλιου του λευκού,

Ν’ ανεμίζεις μες τις πλαγιές ενός μικρού βουνού

Αφήνοντας το άρωμα να ταξιδεύει για τ’ αλλού.



Απριλιάτικε μου λεμονοανθέ!

Υποσκιασμένο μου μικρό και ανθισμένο,

Σαν γεννηθείς μες τα φυλλώματα των δέντρων

Αναστέναξε, και δώσε παύση στις προηγούμενες μπόρες.



Ο κακός ο Μάρτης πέταξε, και σκόρπισε γι’ αλλού

Καιρός να γίνει πανηγύρι λεμονιάτικο στα κλωνιά

Να χορέψουν οι ευωδιές πάνω από τα πέτρινα μυαλά

Να φτερουγίσει η άνοιξη του μικρού λεμονανθού.

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011



Μερικοί καπνοί δε σβήνουν
Άλλα μονοπάτια σε οδηγούν σε αδιέξοδα
Κάποιοι φόβοι δε ξεχνιούνται
Το ζώο μέσα σου μάχεται ακόμη

Φεύγεις για να μην ακούς πια
Κλείνεις τις πύλες σου και κοιμάσαι
Στη μέση του ονείρου είναι η πραγματικότητα σου
Μια αλήθεια αβάστaχτη σαν το είναι σου

Παίρνεις μόνο τον εαυτό σου
Όλα τα άλλα είναι ανούσια αγαθά
Στρέφεσαι στον ήλιο χωρίς τύψεις πλέον
Γιατί ορίζεις εσύ το μονοπάτι

~Εμπνευσμένο από το Into the Wild~

Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Brandi Carlile - That Year

Κομμάτια της Άνοιξης μας

Εκεί, μέσα στο φως
Εκεί φάνηκε η δειλία σου
Εκεί που συναντήθηκαν τα μάτια μας
Εκεί που δεν άρθρωσες μιλιά

Εκεί που πάγωσε το πρόσωπο σου
Εκεί που μου είχες δώσει τη πρώτο φιλί
Εκεί που ζεστάθηκες μέσα μου
Εκεί αποφάσισες να μας τελειώσεις

Εκεί που τα λόγια σου έφυγαν
Εκεί που ενέδωσες στην αγνότητα μου
Εκεί που τώρα δεν βρίσκεις ενδιαφέρον
Εκεί όπου γέμισες τη μοναξιά σου με μένα

Εκεί τώρα στέκεσαι και με κοιτάς
Εκεί που σαν να ήταν το χτες μια λίμνη απο πάγο
Εκεί μου μιλάς τώρα σαν άγνωστος γνωστός
Εκεί μου δείχνεις την μικροψυχία σου

Εκεί όπου τα φιλιά σου έκαιγαν
Εκεί όπου η αγκαλιά σου είχε ανοίξει πελώρια
Εκεί τώρα βυθίζεις κάποια άλλη
Εκεί με συνοδεύεις εθελοντικά στη κρεπάλη

Ντροπή και όνοιδος!
Ανεδέστατε, μικρέ δειλέ
Που στο ύψος σου δε στέκεσαι
Την αλήθεια να μου πεις...

«Το εγώ μου είναι πιο σημαντικό
Απο το εσύ!»


Μικρέ, αναιδέστατε,
Μαριονέττα της ντροπής
Που για μερική ευχαρίστηση
Τη ψυχή μου πούλησες...

Εκεί σε καρτερά ψυχοραγώντας
Η καρδιά μου...

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Ελπίδα...

Ήταν κρύο...
Μια αγκαλιά δειλή τη σκέπασε
Λόγια ψιθυριστά σα μουσική
«Θα’ μαι πάντα εδώ»

Κάνει κρύο...
Η ανάμνηση της αγκαλιάς τη πόνεσε
Σιωπή τώρα σα μοιρολόγι
«Δεν είσαι εδώ πια»

Δεν υπάρχει αντίληψη για το αντίο,
Το αντίο που δε πρόλαβε να πει
Εκείνος της το έδωσε και τη περιφρόνησε

Να την, ακόμη περιμένει
Καρτερεί πως θα υπάρξει γλυκό πισογύρισμα
Ξεπουπουλιάζοντας τον εαυτό της, περιμένει...

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

Ηλιόλουστο Πρωινό του Μάρτη



Εδώ το φως άπλετο
Να ντύνει το βαρετό ετούτο πρωινό
Με μυρωδιές εκούσιες να ευφραίνουν τη καρδιά

Μια προσπάθεια για να υποσκιαστεί η πληγή απο μέσα
Ετούτο το κρίμα, το πρώτο το κρίμα μας
Πως όλα έγιναν νωρίς...

Μέσα στη σιγαλιά του άσχημου Φλεβάρη κοιταχτήκαμε
Τα αντίο μας προσκυνήσαμε
Αφήνοντας τις αναμνήσεις να σταφιδιάσουν μέσα μας

Ετούτο το όμορφο πρωινό του Μάρτη
Η φύση γιορτάζει γύρω μας
Μα η απόσταση δεν είναι δίκαιη

Έφυγε η αίσθηση της αγάπης
Χάθηκε μαζί με τα τελευταία χιόνια
Κι ανθίζουμε πια μακριά ο ένας απ’ τον άλλον.

Ετούτο το ηλιόλουστο πρωινό του Μάρτη
Η σιωπή είναι βάσανο πικρό
Όταν το τέλος είναι δειλό.

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Νοσταλγία

Τι κι αν η θύμηση σου ζει ακόμη;
Πως πατάς διαγραφή στις αναμνήσεις;
Πως να σκοτώσεις τα σημάδια της τρυφερότητας;
Τι κι αν τα αποτυπώματα ζουν ακόμη πάνω σου;

Λέξεις που δεν ειπώθηκαν
Αλλά τα μάτια μας μας πρόδωσαν
Φιλιά μες τα σκοτάδια που μας κλάπηκαν
Συγγνώμες που τα δάκρυα δεν κράτησαν

Αισθήματα που δεν υποσχέθηκαν
Φόβοι που τα μάτια μας εσφάλισαν
Κρυφά χάδια που δε ξανάρθαν
Και μια σιωπή να κυλά ανάμεσα μας

Marching Tenderness

Those lips a reminder
That soft kiss a danger
This touch a burning sensation
Thy eyes a glorious moment

That night of our great risk
Our minds were limitless
For the wheel was in our hearts
Guiding us into flames

In thy arms my memory sank
Offering crystals of pain
Mine new-born flesh
Hoping for silent tenderness

Receiveth I, few of thy gilded pleasures
Then shadows came and filled thy void
Whilst tenderness and flames
Were gone with thee, astray...

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Monday morning

Monday morning. You wake up from one of those twisting and turning nights, filled with these bizarre dreams that signal that the dawn ahead has something installed for you. You don’t quite realize the consequence of those dreams, because they’re dreams and they might be bullshitting you, like they do most of the times. But this particular Monday, the dreams weren’t lying. They transformed into prophets of doom.

This ill-fated Monday morning, I had wished to wake up with a smile and a new beginning. Instead I received a crack-of-dawn phone call; you know that when you receive one of such calls, that something bad has happened, but you just don’t know what. A familiar voice at the other end of the line bade me good morning, asked me how I was, and then delivered the bad news. A death. A family death. An expected family death. But still, a death.

Struggling with an impeding depression, and having spent quite a good deal how to prevent it, hearing about these news only came to enhance the numbness and hollowness inside. Words have no significance in such moments. No matter how many condolences and comfort you try to offer, no matter how sorry you say you are, no matter how grieved or kind you appear to be, it really bears no significance in those moments. All words sound like words of the wind, which are fleeting and of no consequence. Still, you say them. Not because is only expected of you, but because it is your only way of forming the feeling of sadness into a social shape.

Giving out condolences is a dreary thing. Feeling them is another. This Monday morning the word ‘my condolences’ came to take another meaning; it came to represent not only the loss for the soul which had just departed this vain planet but also the loss of all the other souls which have to bear a silent pain from now on, and who have to struggle to carry on, with the grief and their memories.

This Monday did not start as it was planned. No one prepares you for death. Even when you expect it, the sharpness of its coming, does stay with you. I don’t know exactly what happens to the soul once it departs from the human body, but I’d like to think that for this particular soul, it has gone somewhere peaceful, where it could suffer no more with all these vain human illnesses that have withered its flesh for so many decades.

May this soul rest in peace, in all sense and meaning, and may all the living souls that are left behind, garner the strength and the will to endure…

For a great warrior…an uncle!

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Ναυσικά και Οδυσσέας




Σφραγίζω τα χείλη μου
Και σ’ αυτή τη συνέχεια δε δίνω φως
Δε θέλω να κάνω άνοιγμα στο μαύρο κουτί
Γιατί μόνο μια ψεύτικη ελπίδα ζει
Θα γονατίσω και θα κλάψω προσευχές
Να είναι η ζωή σου γιομάτη χερουβείμ
Να σε προσέχουν στα ταξίδια σου τ’ αλαργινά
Δε θέλω να μιλήσω για την ελπίδα απόψε
Καταριέμαι την ιερότητα των υποσχέσεων
Απλά μόνο να σε ζήσω...
Να περιπλανηθώ σα μικρή Ναυσικά στα ταξίδια σου
Να δωθώ στις απατηλές κατάρες σου
Στα κρούσματα των περιπετειών σου
Δε θέλω να μιλήσω για μελένια λόγια
Μόνο να κοιτάξω τη φεγγαρομάνα που σ’ αγγαλιάζει
Καθώς γητεύεις με τις ωραιότητες σου τα γινάτια μου
Δε θέλω η ελπίδα να σταθεί εχθρός μας
Ούτε η σάρκα να ποθήσει το ανεξουσίαστο
Δε θέλω να σε έχουν τα όνειρα μου
Γιατί θα πνιγώ στην ματαιότητα και τη παράνοια τους
Θέλω να σε έχω για το χρόνο που δε σβήνει
Για την ύλη που μπορώ να αισθανθώ επάνω μου
Μη βιαστείς να γίνεις νεφέλη και σα μίζερη σκιά να με στολίσεις
Μη βιαστείς στη Πηνελόπη σου να πας να γείρεις
Γιατί ετούτη η ζεστάδα στις δικές μου τις αγκάλες φλέγεται
Με έντονα μοιρολόγια θέλει η νύχτα μου να σε δεχτεί
Ο κρίνος δε με καρτερεί εμέ
Μα οι υάκινθοι πλέουν σαν χαλάζι στην ψυχεδέλεια μου
Και παλεύω να σε σφραγίσω έξω από τις ανθρώπινες πύλες μου
Να σε ξοδέψω για να τραφούν οι στάχτες μου
Να χορτάσω από τα κόκκινα δάκρυα μου τις σιωπές σου
Σα θα φύγεις Οδυσσέα μου
Τη μικρή μου τη Φωκίς δε θα λησμονήσεις
Με λίθους της ανθρώπινης μάνας θα γεράσεις
Και σα με βρεις σε πέτρες ν’ αναπνέω πια
Θα γείρεις στα πέταλα μου και θα κλάψεις.

Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

The Warrior & the Dragon



‘Tis the dullness of a wistful sun

Pending on idle hearts with absent minds

Steel of will orbiting in the kingdom come

Bravery battles for a man-made reward

The jewel island has yielded to blackness

Till the Moor struggles out its very last hope

Beaconing for a human heart

Pumping and bloody to become a savior

Tell-tale signs of a chimed grandfather clock

To whom this oddity is brushed off

How should the rays of enlinghtment touch thee?

When nymphs have dressed thee in black waters

Oh Birdy, my birdy, thy journey thus far is a naught,

Crossing hearts and minds

Blasting truths and dares.

“Abandon ship”, the Master said,

By the death of the intern our salvation is at hand,

But without thee ‘tis only a broken wasteland.

Spelling our good-byes hastily

In the wrong neglected scriptures,

Discarding the immortal wine from the Silver Cup

Solitude hands us firmly for her whim,

Spiking the innocence of us for her wanton sport,

Crashing beauty and all her trims

For thee I prayed the winds would crack

To lead thee in a green chaos of ambition

Leaving my animal heart in a vain collision

North winds blew with their iron cheeks,

Thus tempted mine passions,

For the resurrected poetry

How not to bloom thou hast taught me,

Taunting has transformed into sweet surrender

A blind man’s buff thus this life will always be.

Exile is a dreadful delight,

For the one who cherishes nothing more

Than the release and rebirth of the spirit.

An Easter Island has thrown me in tempest

Crafting spells and gospels

Leaving my tyrant to an incessant frenzied service

Why, how should you die so fertile in thy prime?

My ingenious dragon your earth has lied to thee,

In bitterness thou shalt live till Kingdoms sleeps.

‘Tis a grey soul that will wrinkle in your calling

A warrior of light, was once called by its sweetheart,

Before the maid found her sudden end, she prayed for Light.

A certain Britomarte shall be thy salvation;

If thou shalt let her Light guide thee out of the shadows,

To walk with thee to the galactic gallows.

The honeyed-guillotine awaits us, dear Shepherd;

Follow the trail of the entwined souls,

That bid thee Farewell, with their dying hallows.

Sardonic Rhythm




Across the cement stars
The moon unknown burst
To cover the phony poets in their dark
Whose drowning sodomy was cursed

The beautified flesh made its warm entrance
Spreading its dumbfoundment among the loyals
No virginosity stood in its encumbrance
No healing of their decaying mortal oaths

Pace and rhythms shifted their existence
Yearning for an enlightened renaissance of humans
What came not in their path has now blinded them
Penetrating their follies in their resistance

The Worm Story





Whether wither whether blooms it has now faded
One spring worm roams the familiar gutters in wonder
Whether rain whether sunshine its face may cover
Magnanimous flames will always its heart burn
Whether senselessness or unkindness surrounds it
No martyrdoms or dirges are its prayer
Whether May or February circles his small existence
It shall always give faith in the One truth instead of his distance

The Dove






There it stood to sing

Its blue melody in the mists

The Dove flapping its wings

Dressed in the odour of spring

Chirping away the living vanity

Humming to the sun's eve

Wallowing for unjust atrocities

The Dove laid in its eternal sleep

As the silence now was yellow deep.